αποδεδειγμένος

αποδεδειγμένος
η , ο[ν] доказанный; явный, очевидный, несомненный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αποδεδειγμένος" в других словарях:

  • αποδεδειγμένος — η, ο (AM ἀποδεδειγμένος, η, ον) βλ. αποδεικνύω …   Dictionary of Greek

  • ἀποδεδειγμένος — ἀποδείκνυμι point away from perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδεικνύω — κ. αποδείχνω (AM ἀποδεικνύω κ. δείκνυμι) 1. παρέχω στοιχεία για να επιβεβαιώσω ή να τεκμηριώσω ισχυρισμό, υπόθεση, γνώμη 2. κάνω κάτι φανερό, αποκαλύπτω αρχ. Ι. 1. παρουσιάζω 2. υπολογίζω 3. δημοσιεύω νόμο 4. ορίζω, καθορίζω 5. προσφέρω, παρέχω 6 …   Dictionary of Greek

  • αφάνεια — Όταν ένα πρόσωπο έχει εξαφανιστεί κάτω από συνθήκες που επιβεβαιώνουν τον θάνατό του, ο θάνατος αυτού του προσώπου θεωρείται αποδεδειγμένος. Σε άλλες όμως περιπτώσεις που δεν υπάρχει αυτή η απόλυτη βεβαιότητα, ο θάνατος ενός προσώπου είναι σφόδρα …   Dictionary of Greek

  • εμμάρτυρος — η, ο (Α ἐμμάρτυρος, ον) νεοελλ. (για δίκη) που γίνεται με μάρτυρες αρχ. αποδεδειγμένος με μάρτυρες ή μαρτυρίες …   Dictionary of Greek

  • εναπόδεικτος — ἐναπόδεικτος, ον (Α) αυτός που γίνεται φανερός με αποδείξεις, αποδεδειγμένος, σαφής, φανερός, εναργής («τὰς ἐναποδείκτους τοῡ δεσπότου φωνάς», Αθανάσ.). επίρρ... ἐναποδείκτως αποδεδειγμένως, σαφώς, φανερά …   Dictionary of Greek

  • συνθεώρητος — ον, Α [συνθεωρῶ] πλήρως αποδεδειγμένος από τη θεωρία …   Dictionary of Greek

  • αποδεικνύομαι — αποδεικνύομαι, αποδείχθηκα και αποδείχτηκα, απο(δε)δειγμένος βλ. πίν. 88 και πρβλ. αποδείχνομαι Σημειώσεις: αποδεικνύομαι : η λόγια μτχ. αποδεδειγμένος κυρίως σε εκφράσεις όπως είναι αποδεδειγμένο ότι... (για τρόπο συμπεριφοράς, φαινόμενο κτλ.… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»